απαυτώνω

απαυτώνω
[απαυτός]
συνουσιάζομαι, κάνω τη δουλειά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απαυτώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, έρχομαι σε σαρκική επαφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τετοιώνω — Ν [τέτοιος] 1. (σε περιπτώσεις που ο ομιλητής δεν μπορεί ή δεν θέλει να μεταχειριστεί το κατάλληλο ρήμα) φέρνω κάτι σε πέρας, κάνω κάτι («τό πήρα και... τό τέτοιωσα, ντε...») 2. (ιδιωμ.) συνουσιάζομαι, αλλ. απαυτώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”